- σιλανσιέ
- το(λ. γαλλ.), σιγαστήρας, εξάρτημα αυτοκινήτου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιλανσιέ — το, Ν άκλ. ο σιγαστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. silencieux «σιωπηλός» (< λατ. silentium «σιωπή»)] … Dictionary of Greek